- κυρήβια
- κυρήβιαhusksneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυρήβια — κυρήβια, ίων, τὰ (Α) 1. αποφλοιωμένα σιτηρά και άχυρα ή πίτουρα σιτηρών, κυρίως κριθαριού, ή αποφλοιωμένα όσπρια 2. ο τόπος ή το κατάστημα όπου πωλούσαν τα κυρήβια («οἶδα τὰς ὁδούς, ἅσπερ Εὐκράτης ἔφευγεν εὐθὺ τῶν κυρηβίων», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κυρήβι' — κυρήβια , κυρήβια husks neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρηβίοις — κυρήβια husks neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρηβίοισι — κυρήβια husks neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρηβίων — κυρήβια husks neut gen pl κυρηβίων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρηβιοπώλης — κυρηβιοπώλης, ὁ (Α) [κυρήβια] αυτός που πουλά κυρήβια* («κυρηβιοπῶλα Εὔκρατες», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
Κυρηβίων — Κυρηβίων, ωνος, ὁ (Α) [κυρήβια] προσωνυμία τού Επικράτους («κυριβίων δ ἐπεκαλεῑτο Ἐπικράτης ό Aἰσχίνου τοῡ ῤήτορος κηδεστής», Αθήν.) … Dictionary of Greek